- βαθυαγκής
- βᾰθῠ-αγκής, ές,A with deep dells,
Ἄλπεις AP9.283
(Crin.);τὰ β. Thphr.HP3.11.4
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ἄλπεις AP9.283
(Crin.);τὰ β. Thphr.HP3.11.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βαθυαγκής — βαθυαγκής, ές (Α) αυτός που έχει βαθιές χαράδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + αγκής < άγκος «ορεινή κοιλάδα, φαράγγι» (πρβλ. εναγκής)] … Dictionary of Greek
βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… … Dictionary of Greek